- μοτοφυλάκιον
- μοτοφυλάκιον, τὸ (ΑΜ) [μοτοφύλαξ]επίδεσμος ο οποίος χρησιμεύει για να διατηρεί τον μοτό στη θέση τουμσν.«μοτοφυλάκιον φάρμακον» — φάρμακο που μοιάζει με έμπλαστρο και εφαρμόζεται με επίδεσμο (Παύλ. Αιγ.).
Dictionary of Greek. 2013.